- εύοπλος
- (I)εὔοπλος, -ον (Α)1. ο οπλισμένος καλά, ο εφοδιασμένος καλά («εὐοπλότατος λόχος», Ξεν.)2. (για ζώα) αυτός που έχει εφοδιαστεί από τη φύση με ισχυρά όπλα («τῶν ζῴων τὰ ἄρρενα εὐοπλότερα», Αριστοτ.)3. (ειδ. στην κωμ., για άνδρα) αυτός που έχει ισχυρό αιδοίο («εὔοπλος γὰρ εἶ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οπλος (< όπλον), πρβλ. ά-οπλος, έν-οπλος].————————(II)εὔοπλος, -ον (Α)αυτός που έχει καλές και ισχυρές οπλές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οπλή].
Dictionary of Greek. 2013.